Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αμανίτης (γένος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αμανίτης
Το είδος αμανίτης ο μυγοκτόνος
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Μύκητες (Fungi)
Συνομοταξία: Βασιδιομύκητες (Basidiomycota)
Ομοταξία: Αγαρικομύκητες (Agaricomycetes)
Τάξη: Αγαρικώδη (Agaricales)
Οικογένεια: Αμανιτοειδή (Amanitaceae)
Γένος: Αμανίτης (Amanita)
Pers. (1794)

Συνώνυμα

Amanitopsis, Roze

Το γένος αμανίτης (λατινική και επιστημονική ονομασία Amanita) είναι ένα μεγάλο γένος μυκήτων με περίπου εξακόσια είδη, από εκείνα που σχηματίζουν μανιτάρια ως το υπέργειο, αναπαραγωγικό μέρος τους. Ο όρος προκαλεί σύγχυση, διότι «αμανίτης» ονομάζεται αλλιώς το μανιτάρι γενικώς (λέξη που προέρχεται και ετυμολογικώς από το αρχαιοελληνικό αμανίτης). Μεταξύ των ειδών του Amanita συγκαταλέγονται και κάποια από τα πιο τοξικά που υπάρχουν σε όλο τον κόσμο, αλλά και μερικά που τρώγονται από τον άνθρωπο. Το γένος συνολικά ευθύνεται για το 95% περίπου όλων των θανάτων που προκαλεί η δηλητηρίαση από μανιτάρια, με ένα είδος, τον αμανίτη τον φαλλοειδή (γνωστό και ως «θανατίτη») να ευθύνεται από μόνο του για τους μισούς περίπου θανάτους από τους παραπάνω. Το ισχυρότερο δηλητήριο που βρίσκεται στη σάρκα αυτών των μανιταριών είναι η α-αμανιτίνη.

Οι μυκητολόγοι αποθαρρύνουν όσους μαζεύουν μανιτάρια από τη φύση στο να αποφασίζουν αν είναι ασφαλής ή όχι η κατανάλωσή τους, αν οι συλλέκτες δεν είναι ειδικοί. Ωστόσο σε μερικές αγορές του κόσμου τα μεγαλύτερα εδώδιμα (φαγώσιμα) είδη αμανίτη αποτελούν συνηθισμένα εμπορεύσιμα είδη την εποχή της συγκομιδής τους. Τέτοια είδη είναι το Amanita zambiana και άλλα σαρκώδη είδη στην κεντρική Αφρική, το Amanita basii και παρόμοια είδη στο Μεξικό, τα Amanita caesarea και Amanita rubescens στην Ευρώπη, καθώς και το Amanita chepangiana στη Νοτιοανατολική Ασία. Υπάρχουν ακόμα και είδη που χρησιμεύουν στο να προσδίδουν χρώμα σε σάλτσες, όπως το κόκκινο Amanita jacksonii.

Γενικώς οι αμανίτες ευδοκιμούν σε υγρά και σκιερά εδάφη, με άφθονες οργανικές ουσίες από νεκρούς οργανισμούς (π.χ. πεσμένα φύλλα που σαπίζουν) σε θερμοκρασίες (ευνοϊκότερες) περί τους 15 έως 20 °C. Στις ευνοϊκές αυτές συνθήκες αναπτύσσονται και πολλαπλασιάζονται ταχύτατα, καλύπτοντας μεγάλες εκτάσεις, ιδίως στις δασικές περιοχές όπου οι αμανίτες βρίσκουν το καταλληλότερο περιβάλλον για την ανάπτυξή τους: μόνιμη υγρασία χάρη στη σκιά των δέντρων και μισοσαπισμένα δέντρα.

Ταξινομική ιστορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γένος Amanita ορίσθηκε για πρώτη φορά με τη σημερινή σημασία του από τον Γερμανό μυκητολόγο Χρίστιαν Χέντρικ Πέρσοον[1] το 1797. Ο ορισμός του Πέρσοον, με βάση το είδος Amanita muscaria (που είχε περιγραφεί αρχικώς από τον Κάρολο Λινναίο), διατηρήθηκε επισήμως έναντι του παλαιότερου ορισμού του Amanita από τον Boehm (1760), ο οποίος θεωρείται σήμερα ένα συνώνυμο του γένους Agaricus του Λινναίου.[2]

Αρκετά είδη του υπογένους Phalloidieae είναι διαβόητα για την τοξικότητά τους, επειδή περιέχουν αματοξίνες, που μπορούν να προκαλέσουν ηπατική (αλλά και νεφρική) ανεπάρκεια και θάνατο. Τέτοια είδη είναι τα Amanita phalloides, A. virosa, A. bisporigera, A. ocreata και A. verna.

Πιο πρόσφατα μια σειρά του υπογένους Lepidella ανακαλύφθηκε ότι προκαλούν οξεία νεφρική ανεπάρκεια. Τέτοια είδη είναι τα Amanita smithiana (συναντάται στη βορειοδυτική Βόρεια Αμερική), A. pseudoporphyria (Ιαπωνία) και A. proxima (νότια Ευρώπη).[3][4]

Το εδώδιμο είδος A. caesarea ή «μανιτάρι του Καίσαρα»

Παρά το ότι εκατοντάδες είδη Amanita είναι εδώδιμα, όπως όλα τα είδη του υπογένους Caesareae και του υπογένους Vaginatae, πολλοί μυκητολόγοι συμβουλεύουν να μην τρώμε κάποιον αμανίτη, εκτός και αν το είδος του είναι γνωστό με απόλυτη βεβαιότητα.[5]

Τα κυριότερα φαγώσιμα είδη του γένους Amanita είναι τα εξής: Amanita fulva, Amanita vaginata, Amanita calyptroderma, Amanita crocea, Amanita rubescens, Amanita caesarea και Amanita jacksonii.

Είδη που δεν τρώγονται, αλλά δεν είναι τοξικά, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων τα εξής: Amanita albocreata, Amanita atkinsoniana, Amanita ceciliae, Amanita citrina, Amanita excelsa, Amanita franchetii, Amanita longipes, Amanita onusta, Amanita rhopalopus, Amanita silvicola[6], Amanita sinicoflava, Amanita spreta και Amanita volvata.

Ελαφρώς δηλητηριώδη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δηλητηριώδη, αλλά όχι θανατηφόρα, είναι μεταξύ άλλων τα είδη: Amanita brunnescens,, Amanita cokeri, Amanita crenulata, Amanita farinosa, Amanita frostiana, Amanita muscaria, Amanita pantherina και Amanita porphyria.

Δηλητηριώδη σε θανατηφόρο βαθμό είναι, μεταξύ άλλων, τα εξής είδη: Amanita abrupta, Amanita arocheae, Amanita bisporigera, Amanita exitialis, Amanita magnivelaris, Amanita ocreata, Amanita phalloides («θανατίτης»), Amanita proxima, Amanita smithiana, Amanita subjunquillea, Amanita verna και Amanita virosa.[7]

Ψυχοδραστικά είδη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Amanita muscaria περιέχει την ψυχοδραστική ουσία ιβοτενικό οξύ.

Πολλοί ιθαγενείς πληθυσμοί της Σιβηρίας χρησιμοποιούσαν ευρύτατα το Amanita muscaria ως ενθεογόνο. Η χρήση του ήταν γνωστή σε όλους σχεδόν τους ουραλόφωνους λαούς της δυτικής Σιβηρίας και στους «παλαιοσιβηρόφωνους» λαούς της Ρωσικής Άπω Ανατολής. Υπάρχουν μόνο μεμονωμένες αναφορές για τη χρήση A. muscaria στους τουνγκουσικούς και τους τουρανικούς λαούς της κεντρικής Σιβηρίας.[8]

Η μουσκιμόλη, γνωστή και ως πανθηρίνη, είναι μια ισοξαζόλη. Αμφότερες οι ονομασίες της ουσίας αυτής προέρχονται από ονομασίες ειδών αμανίτη (A. muscaria και A. pantherina).

Το είδος Amanita pantherina περιέχει επίσης την ψυχοδραστική ουσία μουσκιμόλη[9], αλλά η χρήση του ως ενθεογόνου είναι πολύ σπανιότερη από εκείνη του περισσότερο αναγνωρίσιμου συγγενούς του είδους A. muscaria.

Υπάρχουν και άλλα είδη του γένους Amanita που έχει βρεθεί ότι περιέχουν ψυχοδραστικές ουσίες, όπως τα εξής:


  1. Persoon, C.H.: Tent. disp. meth. fung., τόμ. 65
  2. J. McNeill κ.ά. (επιμ.): International Code of Botanical Nomenclature, Βιέννη 2005, Παράρτημα IIIA: Nomina generica conservanda et rejicienda, B. Fungi «INTERNATIONAL CODE OF BOTANICAL NOMENCLATURE online». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 6 Οκτωβρίου 2012. 
  3. Saviuc, P.; Danel, V. (2006). «New Syndromes in Mushroom Poisoning». Toxicological Reviews 25 (3): 199-209. doi:10.2165/00139709-200625030-00004. PMID 17192123. https://archive.org/details/sim_toxicological-reviews_2006_25_3/page/199. 
  4. Loizides M., Bellanger J.M., Yiangou Y., Moreau P.A.: «Preliminary phylogenetic investigations into the genus Amanita (Agaricales) in Cyprus, with a review of previous records and poisoning incidents», Documents Mycologiques, τόμ. 37, έτος 2018, σσ. 201-218
  5. Lincoff, Gary (1981). National Audubon Society Field Guide to Muschrooms. Knopf; A Chanticleer Press edition. σελ. 25. ISBN 0-394-51992-2. 
  6. Phillips 2010, σελ. 27.
  7. Zeitlmayr, L. (1976). Wild Mushrooms: An Illustrated Handbook. Hertfordshire: Garden City Press. σελ. 77. ISBN 0-584-10324-7. 
  8. Nyberg, H. (1992). «Religious use of hallucinogenic fungi: A comparison between Siberian and Mesoamerican Cultures». Karstenia 32: 71-80. doi:10.29203/ka.1992.294. 
  9. Barceloux D.G. (2008). «41 (Isoxazole-containing mushrooms and pantherina syndrome)» (PDF). Medical toxicology of natural substances: foods, fungi, medicinal herbs, plants, and venomous animals. Καναδάς: John Wiley and Sons Inc. σελ. 298. ISBN 978-0-471-72761-3. 
  10. «Erowid Psychoactive Amanitas Vault: Amanita gemmata (Gemmed Amanita)». www.erowid.org. 
  11. «Erowid Psychoactive Amanitas Vault: Amanita muscaria var. regalis (Fly Agaric variety)». www.erowid.org. 
  12. «Erowid Psychoactive Amanitas Vault: Info on Ibotenic Acid & Muscimol». www.erowid.org. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]