Einwanderung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Einwanderung | die | Einwanderungen |
γενική | der | Einwanderung | der | Einwanderungen |
δοτική | der | Einwanderung | den | Einwanderungen |
αιτιατική | die | Einwanderung | die | Einwanderungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Einwanderung (de) θηλυκό
- μετανάστευση, η είσοδος στη χώρα αλλοχθόνων