akuta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuta | akutaj |
αιτιατική | akutan | akutajn |
akuta (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | akuta | akutaj |
αιτιατική | akutan | akutajn |
akuta (eo)