get on someone's case
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]- (ανεπίσημο, ιδιωματισμός) ρίχνομαι, επικρίνω κάποιον με ενοχλητικό τρόπο για κάτι που έχει κάνει
- ↪ She got on my case because I was late.
- Μου ρίχτηκε επειδή άργησα.
- ↪ She got on my case because I was late.
Πηγές
[επεξεργασία]- get on someone’s case - Cambridge Dictionary online